- σεληνοτοπογραφία
- η астр. подробное описание поверхности Луны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σεληνοτοπογραφία — η, Ν αστρολ. κλάδος τής αστρονομίας που ως αντικείμενο έχει τον σχεδιασμό και την περιγραφή τών τοπογραφικών λεπτομερειών τής επιφάνειας τής Σελήνης, οι οποίες χρησιμεύουν στην έρευνα τών γενεσιουργών αιτίων τών τοπογραφικών σχηματισμών της και… … Dictionary of Greek
σεληνοτοπογραφικός — ή, ό, Ν [σεληνοτοπογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεληνοτοπογραφία … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
σεληνοτοπογράφος — ο, η, Ν επιστήμονας που ασχολείται με την σεληνοτοπογραφία … Dictionary of Greek